Καλώς ήλθατε στο τρίτο και τελευταίο μέρος του μεγάλου μας αφιερώματος στην χρυσή χρονιά του death metal, το 1991.

Συνεχίζοντας την διαδρομή μας μέσα στην χρονιά από εκεί σας αφήσαμε στο δεύτερο μέρος, προχωράμε στο δεύτερο εξάμηνο του έτους και θα ξαναθυμηθούμε τις μεγαλειώδεις death metal κυκλοφορίες που κυκλοφόρησαν αυτό το διάστημα δηλ από τον Ιούλιο έως τον Δεκέμβριο του 1991.

Χωρίς καμμία χρονοτριβή λοιπόν, ξαναβουτάμε στην χρονομηχανή μας και πατάμε: 1991+enter!!

 

Ιούλιος 1991

 

Ο μήνας αυτός έχει σημαδευτεί όχι από μια και δύο αλλά από 6(!!!) παρακαλώ κυκλοφορίες όλες να τις πιείς στο ποτήρι μέχρι σταγόνας. Ήταν μάλλον και η ζέστη και βοηθάει να απελευθερώνεται περισσότερη αδρεναλίνη…

Την 1η του Ιουλίου λοιπόν με το “καλό μήνα” κυκλοφορεί το δεύτερο αλμπουμ της μοναδικής αξιόλογης μπάντας από την Γαλλία εκείνης της εποχής στον χώρο του death metal (τώρα που το σκέφτομαι παίζει να ήταν και η μοναδική γαλλική μπάντα γενικότερα εκείνη την περίοδο), των Loudblast. Με τίτλο “Disincarnate” και αφού ταξίδεψαν και αυτοί ως την Florida και πέρασαν και αυτοί από την μαγική κονσόλα του Scott Burns, μας χάρισαν το καλύτερο τους αλμπουμ ως τότε (το επόμενο “Sublime Dementia” τα σπάει χειρότερα). Μια καφρίλα που σε πιάνει απ τους Death, σε πετάει στους Atheist και από εκεί σε ρίχνει στους Immolation. Θα ακούσεις πολλές από τις λεγόμενες κλασικές μπάντες του είδους εδώ μέσα. Όμως οι Γάλλοι τα ανακατεύουν όλα αυτά με έναν εντελώς δικό τους τρόπο και το αποτέλεσμα είναι ίσως ο πιο δυνατός death δίσκος της Γαλλίας μέχρι τις σήμερον.

   Loudblast - Disincarnate

 

Την ίδια μέρα εκεί στα βαλτοτόπια της Florida μετά από πολλές προσπάθειες, διαλύσεις και επανασυνδέσεις και αφού επιτέλους αποφάσισαν να κάτσουν μαζί και να αφήσουν τον έρμο τον Chuck στην ησυχία του, οι Massacre κυκλοφόρησαν το απίστευτο και καταβουρκωμένο ντεμπούτο τους “From Beyond”. Ένας δίσκος που άφησε εποχή με τα τρομερά low growls του Kam Lee και τα τίγκα λασπωμένα thrash-οειδή riff του Rick Rozz. Εν πολλοίς θα έλεγα ο δίσκος βασίστηκε στην φόρμα του “Leprosy”, εξάλλου τα ¾  εκείνου του δίσκου ήταν οι Massacre αλλά και στις επιρροές από Napalm Death. Αδυνατώ να μην σταθώ στο τρομερό παίξιμο των Butler/Andrews που χτίζουν έναν ουρανοξύστη από rhythm section (επι της ουσίας οι Massacre ήταν δημιούργημα του Andrews μέχρι που αηδίασε με τα όσα έγιναν αργότερα και τους χάρισε τα δικαιώματα). O δίσκος άφησε εποχή και θεωρείται από τους πιο ωμούς, “βρώμικους” και ακατέργαστους στο είδος. Τέρμα must-have.

  Massacre - From Beyond

 

Και επίσης την ίδια μέρα –και άντε τώρα εγώ,-εγώ έτσι;- να βρώ λόγια να περιγράψω αυτόν τον δίσκο-, κυκλοφόρησε ο δίσκος που πήρε την θεματολογία του death metal και την εκτίναξε σε υπερδιαστατικά επίπεδα αρρωστημένης νοσηρότητας και σιχαμάρας. Μέχρι τότε μιλάγαμε για τάφους, φέρετρα νεκρούς και λοιπές νεκρολογίες. Πλέον η θεματολογία αποκτάει εντελώς splatter και gory χαρακτηριστικά. Αν και η αρχή σε αυτά τα αηδιαστικού περιεχομένου κομμάτια είχε γίνει από τα grind συγκροτήματα (Carcass,Repulsion), με τους Cannibal Corpse περάσαμε σε άλλο επίπεδο. Η αρχή είχε γίνει με το ντεμπούτο της προηγούμενης χρονιάς “Eaten Back to Life” όπου και δώσανε αμέσως το στίγμα τους. Τώρα πλέον αφήνουν για τα καλά ότι επιρροές υπήρχαν από thrash metal, βαραίνουν τον ήχο τους, και κυκλοφορούν το μνημειώδες υπερκλασικό “Butchered at Birth”. Mε τις πρώτες κόπιες του cd να κυκλοφορούν τυλιγμένες σε χασαπόχαρτο, και το εξώφυλλο του δίσκου να αγγίζει τα πιο αρρωστημένα ανακλαστικά σου, δεν είναι καθόλου παράξενο που απαγορεύτηκε αμέσως στην Γερμανία. Ο Chris Barnes “κατεβάζει” τα growls του σε επίπεδα μη ανθρώπινα και ακόμα και σήμερα κάποιοι αναρωτιούνται πώς το έκανε. Ο δίσκος απλά θεωρείται ως το απόλυτο trademark της μπάντας, τους καθιέρωσε ως το πιο ακραίο συγκρότημα της εποχής και άνοιξε τον δρόμο για χιλιάδες αντιγραφείς και επηρεασμένους τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά. Δεν τον έχεις; Και ζείς ακόμα;

  Cannibal Corpse - Butchered at Birth

 

Στις 9 του μήνα ντεμπουτάρει μια μπάντα που έμελλε να αφήσει εποχή στην σουηδική death σκηνή. Και αυτό γιατί μας παρουσίασε ένα συγκρότημα που ξέφευγε εντελώς από την υπόλοιπη σκηνή μουσικά τουλάχιστον. Ενώ οι υπόλοιποι συναγωνιζόντουσαν για το ποιος θα κρατήσει το HM-2 πεταλάκι περισσότερο, οι Edge of Sanity απλά βασίσανε τον ήχο τους σε επιρροές από την Ολλανδική σκηνή και ντύσανε το αποτέλεσμα με κάποια σκοτεινά keyboards. Το “Nothing but Death Remains” περι ου ο λόγος, είναι ένα εξαιρετικό δείγμα γραφής της μπάντας, ακατέργαστο, γνήσιο death metal. Σαφώς δεν είναι το καλύτερό τους –τα επόμενα δύο τσακώνονται γι αυτό-, και δυστυχώς η ελεεϊνή μίξη με τα ανεβοκατεβάσματα της έντασης παίζει μεγάλο ρόλο σε αυτό. Αλλά το ταλέντο του Dan Swano τόσο ως συνθέτη όσο και ως ανθρώπου πίσω απ την κονσόλα (άλλο αν εδώ δεν του βγήκε, ήτανε νέοπας ακόμα) φάνηκε αμέσως. Θεωρούνται όχι άδικα οι πρωτομάστορες του progressive death metal τουλάχιστον στην Ευρώπη. Και αν και διαλύθηκαν στις αρχές των ‘00s η δισκογραφική παρακαταθήκη τους είναι κεφαλαιώδους σημασίας.

  Edge of Sanity - Nothing but Death Remains

 

10 μέρες αργότερα το χτύπημα έρχεται ξανά απ την Αμερική αλλά από Νέα Υόρκη μεριά τώρα. Μετά από 3 χρόνια ως μπάντα οι Immolation κυκλοφορούν τον πρώτο τους δίσκο με τίτλο “Dawn of Possession” και κάνουν αμέσως αίσθηση. Κατασκότεινος, μαύρος και υπέρβαρος, γρήγορος, μεσαίος και αργός, πιασάρικος και τεχνικός… όλα μαζί!! Εδώ μιλάμε για ένα αριστούργημα του death metal riffing πέραν πάσης αμφιβολίας. O Robert Vigna, η κινητήριος μηχανή στις κιθάρες δημιουργεί θύελλες από riffs το ένα καλύτερο απ το άλλο! Αλλά εδώ μιλάμε επίσης και για έναν άνθρωπο, τον Ross Dolan που χωρίς να είναι ο απόλυτος βόθρος στα φωνητικά καταφέρνει να ακούγεται όπως πρέπει, μοχθηρός και καταχθόνιος με τέτοια φωνητικά πατήματα που μόνο ένας Frank Mullen μπορούσε να καταφέρει. Δίσκος άλλης διάστασης. Τι; Δεν τον έχεις; Και θες να θεωρείσαι ντεθάς; Κάνε μας τη χάρη και τράβα άκου Γαϊτάνο και Φουρέιρα άνθρωπέ μου!!

  Immolation - Dawn of Possession

 

Τελειώνουμε με τον τρομερό Ιούλιο με έναν δίσκο που αν και πέρασε στα ψιλά άφησε μεγάλο αποτύπωμα στη σκηνή της χώρας του. Μακριά στον παγωμένο βορρά της Φινλανδίας στην πατρίδα του πιο δημοφιλούς κινητού αργότερα (βλ.Νokia), οι Convulse, ντεμπουτάρησαν με το “World Without God” και έθεσαν τις βάσεις για την δημιουργία μιας ολόκληρης σκηνής, του Finnish death metal που χαρακτηρίζεται από τις βαριές κιθάρες, τα βορβορώδη grunts και τις απόκοσμες ατμόσφαιρες. Με αρκετή δόση από τον grind ήχο των πρώιμων Bolt Thrower κατάφεραν να παρουσιάσουν έναν διαφορετικό death metal τρόπο παιξίματος σε σχέση με τους Σουηδούς γείτονές τους. Άκρως απαραίτητος για όσους θέλουν σκοτεινές κιθάρες και μπουκωμένες παραμορφώσεις. Απαραίτητος για όσους θέλουν και 3-4 δείγματα Φιλανδικού death metal.

  Convulse - World without God

 

 Αύγουστος 1991

 

Τον Αύγουστο τον καλό μας μήνα, μες την ντάλα και τα μπάνια βρήκαν την ευκαιρία να μας “επισκεφθούν” δισκογραφικά 2 μπάντες από διαφορετικές χώρες αλλά την ίδια μέρα.

Στις 30 λοιπόν του μήνα κυκλοφόρησαν οι Atheist το κατά γενική ομολογία καλύτερό τους δημιούργημα. Το “Unquestionable Presence” είναι η επιτομή του progressive/technical death metal, το υπερμπερδεμένο διαμαντάκι για τους λάτρεις του είδους. Δεν θα σας το κρύψω ότι οτιδήποτε έχει αυτά τα δυο συνθετικά μπροστά (progressive-technical) μου φέρνει τάσεις αυτοεξαϋλωσης. Σαφώς όμως υπάρχουν οπαδοί που για τους χ ψ ω λόγους την βρίσκουν άσχημα με τα υπερπολύπλοκα riff και το fusion παίξιμο των ντραμς. Πάω πάσο. Δεν μπορώ να μην παραδεχθώ ότι δίσκοι σαν το “Unquestionable Presence” δεν επηρέασαν όλα τα είδη και κυρίως τους μουσικούς του death metal που στην προσπάθειά τους να αναπτύξουν καλύτερα τα μουσικά τους ταλέντα και τις παικτικές τους ικανότητες επηρεάστηκαν βαθιά από δίσκους σαν κι αυτόν. Άκρως άκρως απαραίτητος για λάτρεις του progressive/tech death. Απλά απαραίτητος (ή και όχι) για τους υπόλοιπους.

  Atheist - Unquestionable Presence

 

Και επίσης την ίδια μέρα κυκλοφορεί το πρώτο τους άλμπουμ άλλη μια ιστορική μπάντα από την Σουηδία. “Into the Grave” και πιο death metal τίτλο δεν μπορούσαν να σκεφτούν οι Grave. Οι Grave, που από την σουηδική Αγ.Τριάδα (Entombed-Dismember-Unleashed) ήταν πάντα σαν το ηλεκτρόνιο που περίσσευε απ τον πυρήνα. Δηλ. άλλοτε τους έβαζαν κι αυτούς μέσα κι άλλοτε τους πέταγαν έξω. Πάντως με αυτό το πρώτο βήμα αν και δεν έφτασαν σε επίπεδα μεγαλείου σαν τα πρώτα άλμπουμς των 3 συναδέλφων τους, κατάφεραν να βγάλουν έναν πολύ δυνατό δίσκο καλοπαιγμένου σουηδικού death metal,με στρωτές συνθέσεις και ωραία growls. Κατά πολλούς δεν το ξεπέρασαν ποτέ ούτε κι οι ίδιοι. Ανεξάρτητα πάντως απ αυτό παραμένουν μια σταθερή μπάντα που συνεχίζει με τα πάνω και τα κάτω της, πιστοί σαν τον γέρο σκύλο, στον ήχο τους και στο στυλ τους. Άκρως απαραίτητο για μια σωστά ενημερωμένη death δισκοθήκη.

  Grave - Into the Grave

 

Σεπτέμβριος 1991

 

Τον Σεπτέμβρη εκείνης της χρυσής χρονιάς μετράμε ακόμα δυο αλμπουμ που  με την παρουσία τους έδωσαν τροφή στα αυτιά εκατοντάδων οπαδών τους. Και τα δύο αφορούν ευρωπαικές μπάντες που επηρέασαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την death σκηνή.

Την 1η του μήνα κυκλοφορεί από τους Σουηδούς Tiamat το δεύτερο τους άλμπουμ με τίτλο “The Astral Sleep”. Σαφώς πιο ήπιος σε σχέση με το ντεμπουτο τους “Sumerian Cry” ένα χρόνο πρίν, αλλά και σε πιο ιδιαίτερες φόρμες. Με ξεκάθαρο doom/death προσανατολισμό το “The Astral Sleep” προσέδωσε ταυτότητα στην μπάντα για τα επόμενα 2 άλμπουμ της. Kι όμως εδώ θα βρείς κι άλλες επιρροές πέρα απ τον doom/death κυρίαρχο τόνο. Θα ακούσεις Rotting Christ, King Diamond και αρκετά black στοιχεία. O δίσκος ξεφεύγει απo τον κλασικό Sunlight ήχο της Στοκχόλμης και βάζει το συγκρότημα σε πιο βατές και πιο μελωδικές ατραπούς αλλά με έντονα σκοτεινό πρόσημο. Το “The Astral Sleep” άνοιξε τους ορίζοντες σε μια ολόκληρη φουρνιά συγκροτημάτων και μόνο γι αυτό θεωρείται πέρα από κλασικό και απαραίτητο.

  Tiamat - The Astral Sleep

 

Λίγες μέρες αργότερα “επιστρέφουν” και οι Ολλανδοί Pestilence με την τρίτη τους δουλειά “Testimony of the Ancients”. Σε αυτό το τρίτο άλμπουμ τους, τα φωνητικά αναλαμβάνει ο κιθαρίστας και mastermind ως σήμερα Patrick Mameli μετά την φυγή του Martin van Druunen για τους Asphyx. Mε 16 κομμάτια (εκ των οποίων τα 7 instrumentals), το συγκρότημα με αυτή τη δουλειά αφήνει το straight-to-your-face death metal και περνάει σε πιο τεχνικές και πολύπλοκες συνθέσεις, βαθύτατα επηρεασμένο από την περίοδο της ηχογράφησης  του αλμπουμ που έκανε παρέα με τον Chuck Schuldiner, που ετοίμαζε το δικό του αριστούργημα που θα δούμε παρακάτω. Πάρα ταύτα όμως ο δίσκος αυτός, έδωσε ταυτότητα στο συγκρότημα, και πάνω σε αυτόν βάσισαν όλη την μετέπειτα πορεία τους στον tech/death χώρο. Στο δίσκο συμμετέχει ο τότε μπασίστας των Cynic, Tony Choy, που αμέσως μετά πήγε στους Atheist. To “Testimony of the Ancients” θεωρείται κλασικός δίσκος για τον prog death χώρο και μαζί με το “Unquestionable Presence” και το “The Key” των Nocturnus είναι τα πιο τεχνικά αλμπουμ εκείνης της πρώτης περιόδου του death metal που κυριαρχούσε η απόλυτη καφρίλα.

  Pestilence - Testimony of the Ancients

 

Οκτώβριος 1991

Και φτάνουμε στον Οκτώβριο του έτους οπού μαζί με τον Ιούλιο και τον Απρίλιο θεωρούνται οι πιο παραγωγικοί και επιτυχημένοι μήνες. Όπως θα δείτε κι εσείς τα αλμπουμ που κυκλοφόρησαν τον Οκτώβρη είναι όχι απλά κλασικά και απαραίτητα. Απλά όποιος δεν τα έχει και θεωρεί τον εαυτό του οπαδό του death metal μάλλον κάτι λάθος συμβαίνει μέσα του…

Στις 8 λοιπόν του μήνα σκάει η πρώτη βόμβα μεγατόνων από την Νέα Υόρκη. Το συγκρότημα που σχεδόν απ όλους θεωρείται ως οι πατέρες του brutal death metal κυκλοφορεί το ντεμπούτο του και αφήνει άπαντες να χάσκουν σαν χάνοι από την δύναμη και ένταση του δίσκου: Suffocation και “Effigy of the Forgotten”. Τι να πρωτοπεί κανείς; Ο δίσκος με την καφρίλα των απύθμενων φωνητικών του Frank Mullen, ενός τραγουδιστή-σύμβολο για την εξέλιξη του death metal growling, τις κιθαριστικές καινοτομίες των Cheritto/Hobbs και το λυσσαλέο drumming του Mike Smith πέρασε στην ιστορία ως το δημιούργημα μιας ολόκληρης σκηνής, του brutal death αλλά και βασική επιρροή για άλλα δυο μελλοντικά είδη: Του “technical brutal death” και του “slam/brutal death”. Nαι το ξέρω σε κάποιους την σπάνε οι ταμπέλες, αλλά αυτά συμβαίνουν όταν εμφανίζονται συγκροτήματα-ηγέτες σαν τους Suffocation. Δημιουργούν, πρωτοπορούν και οι άλλοι ακολουθούν.

  Suffocation - Effigy of the Forgotten

 

Την ίδια μέρα-στις 8 του μήνα δηλ.- ένα άλλο συγκρότημα που έμελλε κι αυτό να αφήσει το στίγμα του στον τεχνικό death metal ήχο αλλά με πιο avant garde στυλ (αργότερα), κυκλοφορούσε τον πρώτο του δίσκο. Οι Gorguts από τον Καναδά με το “Considered Dead” έβαζαν κι αυτοί την κοτρόνα τους στο οικοδόμημα του death metal. Βέβαια όπως προείπαμε αργότερα άλλαξαν το στυλ τους, αλλά προς το παρόν έχουμε να κάνουμε με ατόφιο, γνήσιο και ανόθευτο εξτρα παρθένο ελαιόλαδο (death metal εννοώ). Δημιούργημα κι αυτό των Morrisound φέρει πάνω του όλα τα χαρακτηριστικά του κλασικού death metal δίσκου: Ογκώδη κιθαριστικά riff, δίκασες-φωτιά, και φωνητικά που σκίζουν μικρόφωνα. Σίγουρα θα διαπιστώσεις τις επιρροές του Chuck εδώ μέσα αφού ο Luc Lemay ο κιθαρίστας/τραγουδιστής και μυαλό της μπάντας, έκανε πολύ παρέα μαζί του. Όπως κι αν έχει το πράγμα ο δίσκος έβαλε την καλύτερη βάση για να έρθει δυο χρόνια αργότερα ένα ασύγκριτο αριστούργημα. Το τι έγινε μετά και από εκείνον είναι άλλουνού παπα ευαγγέλιο…

  Gorguts - Considered Dead

 

Μετά απο δυο μέρες στις 10 του μήνα από την Μεγ.Βρετανία μεριά εκεί στα West Midlands, το δεύτερο αλμπουμ των Benediction, “The Grand Leveller” κυκλοφορεί και δίνει στην βρετανική σκηνή το στίγμα του death metal ήχου πέρα απ τις grind αναφορές των Napalm Death και Carcass και πέρα απ την επική πολεμοχαρή διάθεση των φίλων τους Bolt Thrower. Oι Benediction λοιπόν σε σχέση με τους προαναφερθέντες προτίμησαν την συνταγή του πιασάρικου, μεσαίας ταχύτητας riff και drumming με μικρο-ξεσπάσματα εδώ κι εκεί στον ρυθμό. Το πιο έντονο όμως χαρακτηριστικό είναι η πόρωση που σου δημιουργεί αυτό το στυλ. Δεν θα ακούσεις καμμία τεχνική εδώ που να πείς “πωωωω τι κάνει εδώ ο τύπος” ούτε και λυσσαλέες ταχύτητες. Aπλά κομμάτια, ευάκουστα αλλά τίγκα στην καφρίλα και την νεκρίλα. Ο Πλάτων είχε πεί “H ομορφιά του ύφους και της χάρης και του ωραίου ρυθμού εξαρτάται από την απλότητα”.  Στο “The Grand Leveller” ταιριάζει γάντι αυτό το ρητό.

  Benediction - The Grand Leveller

 

Άλλη μια κυκλοφορία ήρθε στις 10 του μήνα από την Ευρώπη και πιο συγκεκριμένα από χώρα που δεν φημίζόταν εκείνη την εποχή για την death σκηνή της. Η Αυστρία λοπόν με τους Pungent Stench, είχε μπεί στο χορό ένα χρόνο νωρίτερα με το ντεμπούτο τους και τώρα κυκλοφορούσαν το δεύτερο τους αλμπουμ με τον τίτλο και το funny εξώφυλλο, “Been Caught Buttering”. Η μπάντα λοιπόν αυτή ήταν πάντα στις παρυφές της αφρόκρεμας του ήχου, αλλά είχε πιστούς οπαδούς. Είχαν αποκτήσει το παρατσούκλι “oι Sabbath του death metal” εξαιτίας του τρόπου παιξίματος φανερά επηρεασμένου από τους πατέρες του heavy metal. Εκτός αυτού είχαν πάντα μια τελείως αστεία προσέγγιση της νεκρικής θεματολογίας –αστεία αλλά όχι γελοία, έχει διαφορά-, πράγμα που αρκετούς τους ξένιζε. Το πάιξιμο τους ήταν απλοϊκό χωρίς τεχνικές δυσκολίες αλλά to the point. Πάντως αν και δεν είναι ευρέως γνωστοί και σχετικά υποτιμημένοι μάλλον λόγω του funny τρόπου προσέγγισης του είδους, αξίζουν τουλάχιστον έναν δίσκο στην δισκοθήκη σας, ετούτο εδώ και το πρώτο θεωρούνται τα καλύτερά τους.

  Pungent Stench - Been Caught Buttering 

 

Και φτάνουμε στις 22 του μήνα που κυκλοφορεί ο δίσκος που άλλαξε τον τρόπο παιξίματος του death metal. Ακριβώς όπως είχε κάνει 2 χρόνια πριν το “Altars of Madness” των έτερων ηγετών του ήχου Morbid Angel, ο Chuck Schuldiner με την συμβολή των μισών Cynic (Paul Masvidal-κιθάρες και Sean Reinert-ντραμς) και του Steve di Giorgio των Sadus στο μπάσο, μας παρουσίασε τον πιο ισορροπημένο δίσκο των Death. Το “Human” είναι ο δίσκος που επαναπροσδιόρισε το είδος όσον αφορά το drumming με το τρομερά τεχνικό και σταθερό ταυτόχρονα παίξιμο του αείμνηστου Sean. Κιθαριστικά εδώ μέσα γίνονται τέρατα με τον Chuck να δημιουργεί μερικά από τα καλύτερα riff στην ιστορία των Death, τον di Giorgio να ξεφεύγει και να ξεδιπλώνει επιτέλους το αστείρευτο ταλέντο του, και τον Scott Burns παραδίδει μαθήματα παραγωγής και μίξης. O δίσκος θεωρείται ως ο τέλειος δίσκος μεταξύ απλότητας και τεχνικότητας. Εκεί που συναντά η απλοϊκή καφρίλα των προηγούμενων δίσκων τα πολύπλοκα σκαμπανεβάσματα στους ρυθμούς του επόμενου δίσκου, στέκεται το “Human”. Το πόσο επηρέασε όλη τη σκηνή είναι πανθομολογουμένως γνωστό. Μετά από αυτόν τίποτα στο death metal δεν ήταν το ίδιο.

  Death - Human

 

Και ο μήνας τελειώνει τον κατακλυσμιαίο ορυμαγδό του με το τρίτο και καθοριστικό άλμπουμ των Carcass στις 30 Oκτωβρίου. Μετά από δυο καθαρές grind κυκλοφορίες στα τέλη των ‘80s, η είσοδος στο συγκρότημα του Michael Amott δίνει ένα ξεκάθαρο death προσανατολισμό στο σχήμα και το συγκρότημα αποκτά άλλον αέρα. Αν και αυτό χάλασε τους grind οπαδούς τους –μέχρι σήμερα(!!)- το καθαρό death metal στυλ φάνηκε ότι “πήγαινε” καλύτερα στους Carcass. Mε τις χαρακτηριστικές εισαγωγές στα κομμάτια από ιατρικές διαλέξεις νεκροτομείων, το “Necroticism-Descanting the Insalubrius” βασίστηκε στις βαρύτατες ρυθμικές κιθάρες και στα αρρωστημένα μελωδικά leads του Amott. Από εκεί και πέρα τα χαρακτηριστικά διπλά φωνητικά των Steer/Walker συνέχισαν να βασανίζουν με τον ιδιαίτερο τρόπο τα μικρόφωνα και το drumming του Ken Owen έγινε πιο μεστό και ουσιώδες. Η παραγωγή του Βρετανού “Scott Burns” Colin Richardson είναι για σεμινάριο ηχοληπτών. Κατά πολλούς θεωρείται το καλύτερο αλμπουμ που βγήκε από το “Nησί” στον death metal ήχο.

  Carcass - Necroticism - Descanting the Insalubrius

 

Νοέμβριος 1991

 

Τον Νοέμβριο έχουμε 2 κυκλοφορίες που έρχονται από τα δυο βασικά κέντρα του death metal, τις ΗΠΑ και τη Σουηδία. Ο κάθε ένας από αυτούς άφησε το δικό του ξεχωριστό στίγμα στον χώρο.

Αρχής γενομένης με τους Entombed οι οποίοι μετά τον πάταγο που είχαν δημιουργήσει την προηγούμενη χρονιά με το υπεραριστούργημα “Left Hand Path”, και με μια αλλαγή στην σύνθεσή τους –την αποχώρηση του αείμνηστου πλέον κεντρικού τραγουδιστή Lars Goran Petrov και την ανάληψη των φωνητικών από τον drummer Nicke Andersson-  κυκλοφορούν το δεύτερο αριστούργημα στη σειρά με τίτλο “Clandestine”. O δίσκος πατάει με σιγουριά στις ράγες που έθεσε ο μεγαλειώδης προηγούμενος, τα riff του είναι σε τρομερή φόρμα,σε πιο πιασάρικες κατευθύνσεις αυτή τη φορά ενώ ο ήχος σε συνεπάιρνει για τρελό headbanging, η κλασική παραγωγή των Sunlight studios, το HM-2 πεταλάκι…όλα εδώ μαεστρικά τοποθετημένα μαζί με την επάξια αντικατάσταση του Nicke Andersson στο μικρόφωνο. Δεν μπορεί να σου αρέσει το “Left…” και να μην σου αρέσει το “Clandestine”, είναι άτοπο. Η αλλαγή ύφους των επόμενων δίσκων καθιέρωσε το “Clandestine” μαζί με το προηγούμενο “Left Hand Path” ως τα απόλυτα νοσταλγικά μνημεία του λεγόμενου old school Swedish death metal.

  Entombed - Clandestine

 

Το έτερο τρομερό αλμπουμ μας έρχεται από τις ΗΠΑ και θεωρείται και αυτό μαζί με το “Effigy of the Forgotten” των Suffo, ως το “δεύτερο πόδι” του brutal death metal. Αναφερόμαστε στους Broken Hope και στο φοβερό και τρομερό ντεμπούτο τους “Swamped in Gore”. Με κύριο χαρακτηριστικό του δίσκου τα αβυσσαλέα οισοφαγικά φωνητικά του αείμνηστου Joe EsophagusPtacek και τα groovy κιθαριστικά σημεία του, καταφέρνει να εντυπωσιάζει και αυτό το στο δίνει απ την πρώτη νότα. Πέραν αυτών ο δίσκος στηρίζεται στο πολύ καλό drumming του επίσης συγχωρεμένου Ryan Stanek. Σε σχέση με τους συμπατριώτες τους από την Νεα Υόρκη και την Φλόριντα, οι Broken Hope, επέλεξαν μια διαφορετική προσέγγιση του death metal προσπαθώντας να συνδυάσουν χαρακτηριστικά και των δυο σκηνών –την brutal αβυσσαλέα φωνή και μαύρη ατμόσφαιρα της Νεας Υόρκης (Cannibal Corpse και Incantation) και το σταθερό ρυθμικό παίξιμο των Obituary και των Αutopsy, δοσμένα μέσα από ένα εντελώς δικό τους φίλτρο. Και το φίλτρο αυτό είχε ένα όνομα: groovy! Για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί ότι ο δίσκος αυτός ήταν ο πρώτος ψηφιακά ηχογραφημένος death metal δίσκος.

  Broken Hope - Swamped in Gore

 

Δεκέμβριος 1991

 

Και τελειώνουμε το αφιέρωμά μας στην χρυσή χρονιά του 1991 με τον μήνα Δεκέμβριο. Τον μήνα αυτό έχουμε άλλες 2 κυκλοφορίες από 2 συγκροτήματα που σίγουρα δεν θεωρούνται τα καλύτερά τους αλλά για τους οπαδούς τους τα εν λόγω αλμπουμ κατείχαν και θα κατέχουν πάντα ξεχωριστή θέση στις καρδιές τους.

Το πρώτο είναι το ντεμπούτο αλμπουμ “Luck of the Corpse” των Deceased της μπάντας από το Arlington της Virginia. Η μπάντα αυτή δεν γνώρισε τις μεγάλες δόξες των προαναφερθέντων μεγαθηρίων αλλά παρέμεινε σταθερά προσηλωμένη στον χώρο του death/thrash με κύριο χαρακτηριστικό του δίσκου την horror ατμόσφαιρα και τα thrashy riffs. Βασικά ο δίσκος αυτός θα μπορούσε να είχε κυκλοφορήσει δυο-τρία χρόνια πρίν. Εκείνη την στιγμή που κυκλοφόρησε το στυλ του θεωρούνταν ξεπερασμένο ακόμα και για συγκροτήματα που έπαιζαν thrash/death κι όλα αυτά γιατί άργησε πολύ να κυκλοφορήσει. Τα κομμάτια είχαν γραφτεί την περίοδο ‘85-’89. Παρόλαυτά είναι ένας άκρως επιθετικός δίσκος με συνθέσεις που θα τις χαρακτηρίζαμε “cult” σήμερα. Τα χαρακτηριστικά reverb φωνητικά και τα τσιριχτά riffs παραπέμπουν σε Slayer και Exodus ενώ η νεκρίλα θυμίζει έντονα Sepultura του “Morbid Visions”. Ο δίσκος δεν είναι κακός καθόλου, ίσα ίσα είναι άκρως ενδιαφέρον. Απλά μάλλον χάσανε το τραίνο. Δεν το έβαλαν κάτω όμως και εξακολουθούν να βγάζουν και σήμερα δίσκους κρατώντας έναν σταθερά φανατικό πυρήνα οπαδών.

  Deceased - Luck of the Corpse

 

 Τον τελευταίο αλμπουμ μας για τον Δεκέμβριο και για το αφιέρωμά μας, κυκλοφόρησε από την γειτονική Φινλανδία το ντεμπούτο του ένα συγκρότημα που μαζί με άλλα δυο-τρια θεωρείται απ τους πρωτεργάτες του melodic death metal. Όχι όμως ακόμα. Σε αυτόν τον πρώτο τους δίσκο δεν είχαν ανακαλύψει ακόμα τις σκοτεινές gothic ατμόσφαιρες αλλά βαράγαν σαπίλα και δυσωδία στο ψαχνό. Μιλάμε για τους Sentenced και για το “Shadows of the Past”. Xαρακτηριστικό δείγμα της Φινλανδικής καφροσκηνής όταν οι μαύρες ατμόσφαιρες και τα βαριά, μεσαίας ταχύτητας riff, σημάδευαν την σκηνή. Πάντως σε σχέση με τους υπόλοιπους συμπατριώτες τους ο δίσκος “δείχνει” πιο πολύ προς την κατεύθυνση της Σουηδίας. Μπορεί να σου θυμίσει πιο πολύ Carnage ή Edge of Sanity παρά Convulse ή Demigod. Πάντως εδώ κι εκεί υπάρχουν κάποια μικροψήγματα που ένα καλοακονισμένο αυτί θα καταλάβει αμέσως το γιατί ακολούθησαν την πορεία που ακολούθησαν μετά το ’95. Πάντως ο δίσκος είναι death metal to the bone μην ξεγελιέσαι, και μάλιστα από καλή στόφα. Το τι κάνανε μετά δεν μειώνει καθόλου την αξία του, μάλλον το αντίθετο.

  Sentenced - Shadows of the Past

 

 

Και εδώ το αφιέρωμά μας στην χρυσή χρονιά του death metal, το 1991 λαμβάνει τέλος. Ευχαριστώ για την υπομονή σας, ελπίζω να το απολαύσατε και να σας φανεί χρήσιμο, και εύχομαι να είχατε καλή ανάγνωση και όπως πάντα:

Only Death is Real

Pin It
Image Brutal Billy

Ο Brutal Billy είναι ο δημιουργός και αρχισυντάκτης του BrutalView. Tρέφει μεγάλη αγάπη για το death metal, την Ιστορία και τα πιτόγυρα. Στον ελεύθερο χρόνο του ακούει Cannibal Corpse, γράφει στο BrutalView και κάνει εκπομπές στο Metal Legacy Web Radio. Παράλληλα βλέπει splatter movies και κάνει μαθήματα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

DONATIONS/ΔΩΡΕΕΣ

ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤO BRUTALVIEW

Amount